νιφάδα

νιφάδα
flocon

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… …   Dictionary of Greek

  • νιφάδα — η τουλούπα του χιονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νιφάδα — νιφάς snowflake fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφάδ' — νιφάδα , νιφάς snowflake fem acc sg νιφάδι , νιφάς snowflake fem dat sg νιφάδε , νιφάς snowflake fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονονιφάδα — η, Ν νιφάδα χιονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + νιφάδα. Η λ., στον πληθ. χιονονιφάδες, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • νιφάς — νιφάς, άδος, ἡ (Α) βλ. νιφάδα …   Dictionary of Greek

  • στουπούλα — η, Ν [στούπα (Ι)] νιφάδα χιονιού …   Dictionary of Greek

  • στούπα — Αρχαίο μνημείο, που συνδέεται με τη βουδιστική θρησκεία και κατάγεται από τον νεκρικό τύμβο· πράγματι, όπως κι αυτός, η σ. έχει ημισφαιρικό θόλο, που στηρίζεται σε κυλινδρικό τύμπανο. Πάνω από τον θόλο (άντα) υψωνόταν κυβικός όγκος (χαρμίκα) που… …   Dictionary of Greek

  • φιόγκος — ο, Ν 1. τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας ή κορδονιού σε σχήμα πεταλούδας 2. (κατ επέκτ.) το δεμένο με τον τρόπο αυτό αντικείμενο 3. μτφ. (για πρόσ.) τζιτζιφιόγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiocco «νιφάδα, τολύπη μαλλιού, κόμπος γραβάτας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”